отлучать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отлучать - translation to γαλλικά


отлучать      
см. отлучить
excommunier      
отлучать/отлучить [от церкви], предавать /предать анафеме
anathématiser      
предавать /предать анафеме; отлучать/отлучить от церкви;
клясть, проклинать/проклясть

Ορισμός

отлучать
несов. перех.
1) Лишать общения, связи с кем-л., чем-л.
2) Изгонять из какой-л. среды.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отлучать
1. Старшего сержанта от роты не отлучать и не командировать.
2. Перед выборами отлучать часть электората от мобильной связи совсем нерационально.
3. Провинившимся же - выражать порицание или же, например, отлучать от эфира.
4. Таких арбитров, как Ходырев и Баскаков, надо отлучать от футбола.
5. За использование ЭПО, стероидов, психостимуляторов можно отлучать от спорта навсегда.